- ἐπικερτομέων
- ἐπικερτομέωmockpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἐπικερτομέωmockpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικερτομώ — ἐπικερτομῶ, έω (Α) 1. χλευάζω, ειρωνεύομαι, περιπαίζω («τὸν δ’ ἐπικερτομέων προσέφης», Ομ. Ιλ.) 2. πειράζω κάποιον, αστειεύομαι με κάποιον 3. επιπλήττω («ἧκεν ἐπικερτομήσων αὐτούς τῆς ἀβουλίας», Αγαθίας) 4. εξαπατώ, ξεγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι… … Dictionary of Greek